- μεγαλοφωνοτέρα
- μεγαλοφωνοτέρᾱ , μεγαλόφωνοςloudvoicedfem nom/voc/acc comp dualμεγαλοφωνοτέρᾱ , μεγαλόφωνοςloudvoicedfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοφωνοτέρᾳ — μεγαλοφωνοτέρᾱͅ , μεγαλόφωνος loudvoiced fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνότερα — μεγαλόφωνος loudvoiced neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνοτέρας — μεγαλοφωνοτέρᾱς , μεγαλόφωνος loudvoiced fem acc comp pl μεγαλοφωνοτέρᾱς , μεγαλόφωνος loudvoiced fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφωνοτέραν — μεγαλοφωνοτέρᾱν , μεγαλόφωνος loudvoiced fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՐՁՐԱԲԱՐԲԱՌԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 462 Chronological Sequence: Unknown date ա.մ. μεγαλοφωνότερα Առաւել բարձր ձայնիւ, ահաւոր հնչմամբ. *Եթէ ձայնք՝ որոտմանց (այսինքն քան զորոտմունս) բարձրաբարբառագոյնք եւս գոչիցնե. Կոչ. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)